- πολυτρήρων
- πολυτρήρωνabounding in dovesmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυτρήρων — ωνος, ὁ, ἡ, Α (επικ. τ.) αυτός που έχει πολλά περιστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρήρων «περιστερά» (πρβλ. ευ τρήρων)] … Dictionary of Greek
πολυτρήρωνα — πολυτρήρων abounding in doves masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θίσβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση την αναφέρει ως κόρη του Ασωπού, επώνυμη της ομώνυμης βοιωτικής πόλης. Το όνομά της συνδέεται με τον μύθο του νεαρού Πύραμου. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου αυτού, ο Πύραμος αναζητούσε τη Θ., η οποία όμως… … Dictionary of Greek